ἀείφυλλα

ἀείφυλλα
ἀείφυλλος
not deciduous
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • RHAMNUS — I. RHAMNUS oppid. fuit et portus Cretae in ora occidua, inter Phalasarnen, et Chersonesum, Ptol. II. RHAMNUS spinosa arbor, inter ἀείφυλλα Theophrasto, e qua sepes vivae fiebant, quibusdam videtur esse Alba Spina, quâ nulla hodie sepibus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άγνος — Δέντρα ή θάμνοι –περίπου 60 φυλλοβόλα ή αείφυλλα φυτά– που φύονται στις θερμές και εύκρατες περιοχές και ανήκουν στην οικογένεια των βερβενιδών. Από τα φυτά αυτά, ένα είδος γνωστότατο στην Ελλάδα είναι η αλυγαριά ή λυγαριά ή αγνιά ή καναπίτσα.… …   Dictionary of Greek

  • αγνός — Δέντρα ή θάμνοι –περίπου 60 φυλλοβόλα ή αείφυλλα φυτά– που φύονται στις θερμές και εύκρατες περιοχές και ανήκουν στην οικογένεια των βερβενιδών. Από τα φυτά αυτά, ένα είδος γνωστότατο στην Ελλάδα είναι η αλυγαριά ή λυγαριά ή αγνιά ή καναπίτσα.… …   Dictionary of Greek

  • φυλλοβόλος — α, ο / φυλλοβόλος, ον, ΝΜΑ (για πολυετή φυτά) αυτός τού οποίου τα φύλλα πέφτουν κατά το φθινόπωρο, αυτός τού οποίου τα φύλλα έχουν διάρκεια ζωής μιας μόνον βλαστητικής περιόδου και αποπίπτουν προς το τέλος της (α. «δένδρα αειθαλή και φυλλοβόλα» β …   Dictionary of Greek

  • αβερλία — (haberlea).Ονομασία πολυετών φυτών των Βαλκανίων, της οικογένειας των γεσνεριιδών (gesneriaceae). Είναι όμορφα, αείφυλλα, ποώδη φυτά, των οποίων τα φύλλα σχηματίζουν ρόδακα, δηλαδή είναι τοποθετημένα στη βάση του φυτού, κοντά στο έδαφος, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • αγαθαία — (agathea).Γένος ποωδών, μονοετών ή πολυετών φυτών της οικογένειας των συνθέτων. Είναι αείφυλλα φυτά ύψους 40 60 εκ. της νότιας Αφρικής. Τα φύλλα τους είναι ωοειδή, αντίθετα και με τρίχες. Τα άνθη σχηματίζουν κεφάλια με εξωτερικά μπλε και… …   Dictionary of Greek

  • βάκχαρις — (baccharis). Γένος θάμνων ή μικρών δέντρων της οικογένειας των συνθέτων, ιθαγενών της Βόρειας Αμερικής. Είναι φυτά φυλλοβόλα ή αείφυλλα, με αντίθετα ή επαλλάσσοντα φύλλα. Τα άνθη τους σχηματίζουν μικρά κεφάλια. Καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά για… …   Dictionary of Greek

  • βαλανίτης — (balanites). Γένος θαμνωδών ή φρυγανωδών φυτών της οικογένειας των ζυγοφυλλιδών, ιθαγενών των τροπικών περιοχών της Αφρικής και της Ασίας. Στο γένος ανήκουν περίπου 20 πολυετή και αείφυλλα φυτά, που έχουν πτεροειδή, επαλλάσσοντα φύλλα και άνθη με …   Dictionary of Greek

  • βελονόφυλλα — Φυτά με μακριά, πολύ λεπτά και σκληρά φύλλα, που μοιάζουν με βελόνα. Τα φύλλα έχουν μόνο ένα κεντρικό νεύρο (μονόνευρα), χωρίς διακλαδώσεις. Τα βελονοειδή φύλλα είναι γενικά μόνιμα και τα β. φυτά είναι αείφυλλα και διατηρούν την ίδια όψη όλες τις …   Dictionary of Greek

  • βερβερίδα — (berberis). Γένος θάμνων της οικογένειας των βερβεριδών, με 160 είδη. Είναι φυτά του βορείου ημισφαιρίου και την Ινδίας, από τα oποία σπουδαιότερο είναι η β. η κοινή, ύψους 1 2,5 μ. με βλαστούς λεπτούς, γεμάτους αγκάθια, που προέρχονται από τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”